τυφλώσεις

τυφλώσεις
τύφλωσις
a making blind
fem nom/voc pl (attic epic)
τύφλωσις
a making blind
fem nom/acc pl (attic)
τυφλόω
blind
aor subj act 2nd sg (epic)
τυφλόω
blind
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άγγελος — I Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησαν οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, για vα αποδώσουν την εβραϊκή λέξη μαλ ακ που σημαίνει αγγελιαφόρος, υπηρέτης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι α. είναι «αι στρατιαί», η αυλή του Θεού, όντα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”